νισάφι

νισάφι
και ινσάφι, το
1. έλεος, ευσπλαγχνία, χάρη
2. φρ. α) «κάνω νισάφι» — φείδομαι, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι
β) «νισάφι (πια)!»
(χρησιμοποιείται ως έκφραση αγανάκτησης κάποιου, τού οποίου εξαντλήθηκαν η υπομονή και η αντοχή) φτάνει πια, ας δοθεί ένα τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. insaf].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νισάφι — το (λ. τουρκ.), διάκριση, χάρη, έλεος, συγκράτηση: Όλη τη μέρα την περνάς στο καφενείο, νισάφι πια (συγκρατήσου, φτάνει πια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”